- φιλόπλουτος
- -η, -ο / φιλόπλουτος, -ον, ΝΜΑαυτός που τού αρέσουν τα πλούτη, που επιδιώκει επίμονα να γίνει πλούσιοςαρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φιλοπλουτία*2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπλουτονη φιλοπλουτία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + πλοῦτος (πρβλ. νεό-πλουτος)].
Dictionary of Greek. 2013.